Η διημερίδα/συνάντηση των ανθρώπων του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ τόσο με τις προσεγγίσεις του διεθνούς συστήματος (μετακεϋνσιανό, εμπνεόμενο από τον Hyman Minski, χαρακτήρισε το Levy Economics Institute του Bard College, συνδιοργανωτή: παρεμβάσεις από τον Dani Rodrik του Harvard και τον James Galbraith τράβηξαν την προσοχή) όσο και με την πείρα από την εφαρμογή σοσιαλιστικής έμπνευσης προσεγγίσεων «υπό Ελληνικές συνθήκες» στα χρόνια του ΠΑΣΟΚ (με βασική την συνεισφορά του Γεράσιμου Αρσένη, της Λούκας Κατσέλη, του Τάκη Ρουμελιώτη αλλά και πολλών άλλων που στρατεύονται στον χώρο του ΙΝΕΡΠΟΣΤ), ήταν μια συνάντηση που άφησε πολλά πίσω της που θα άξιζαν να προσεχθούν.
Ήδη η αναγωγή του Δημήτρη Παπαδημητρίου του Levy στην παρατήρηση του Minski, ότι η σταθερότητα (και μάλιστα με την μορφή της λατρείας της σταθεροποίησης, θα προσέθετε κανείς, με την εμπειρία της Ελλάδας του 2010-13…) είναι αφ’ εαυτής αποσταθεροποιητική, αλλά και η παραπομπή στην διέξοδο για τις συστημικές κρίσεις «μεγάλο Κράτος, συν μεγάλες Τράπεζες» έδωσε ένα στίγμα . (Για όσους θα ήθελαν να πουν ότι ο 21ος αιώνας είναι ριζικά διαφορετικός από τον Μεσοπόλεμο του 20ου, ο Παπαδημητρίου έδωσε προκαταβολικά την απάντηση: το συνολικό κόστος των ανοιγμάτων που οργάνωσε σ’ αυτήν την φάση η FED για στήριξη του Αμερικανικού, συν του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, αλλά και της πραγματικής οικονομίας, των ΗΠΑ και των διεθνών εμπορικών ροών, άγγιξε τα 27 τρισεκατομμύρια δολάρια). Η τοποθέτηση, πάλι, Αρσένη σύμφωνα με την οποία στην αρχική φάση της «Ελληνικής διάσωσης» το ΔΝΤ υπήρξε «απροσδόκητος σύμμαχος» καθώς πίεζε για εξαρχής αναδιάρθρωση του χρέους (που η τότε Ελληνική Κυβέρνηση δεν κατόρθωσε να διαπραγματευθεί) ώστε να απευχόταν η αναπτυξιακή καταβύθιση, έδειξε πως η μόνη βιώσιμη κατεύθυνση για την Ελληνική οικονομία – που δεν ακολουθήθηκε – θα ήταν μια σταθεροποίηση που θα βασιζόταν σε δημιουργία πλεονάσματος μέσα από ανάπτυξη. Εκείνο που ακολουθήθηκε, ήταν και παραμένει ακριβώς το αντίθετο. Πάλι επιστροφή στον Δ. Παπαδημητρίου: για αναπτυξιακή επανεκκίνηση της Ελληνικής οικονομίας, θα χρειάζονταν πόροι 45-50 δις. δηλαδή το ισόποσο ενός «νέου σχεδίου Μάρσαλ».
Ο Dani Rodrik, πάλι, ήρθε να δώσει την περιβάλλουσα σ’ αυτές τις προσεγγίσεις – πώς; Περιγράφοντας όλη την προσέγγιση που ακολούθησε η Ευρώπη στην χρηματοπιστωτική κρίση/κρίση χρέους ως «πείραμα επιστροφής στον Κανόνα Χρυσού του 19ου αιώνα, υπό συνθήκες 21ου», πείραμα που είναι καταδικασμένο όχι μόνο να αποτύχει αλλά να δημιουργήσει ιστορικού μεγέθους αδιέξοδα.
Σ’ αυτόν τον καμβά επάνω, ο Γιάννης Δραγασάκης ήρθε να καταθέσει την άποψη ότι «η οικονομική παράλυση που υπάρχει και η κοινωνική καταστροφή που συντελείται σήμερα κινδυνεύουν να λάβουν ανεξέλεγκτες διαστάσεις». Αυτό άμεσα. Διότι μακροπρόθεσμα υπάρχει ο άλλος κίνδυνος: «να μετεξελιχθεί η σημερινή – έκτακτη υποτίθεται – κατάσταση σε διαρθρωτική κρίση διαρκείας, ετών και δεκαετιών».
Εκεί ακριβώς υπήρξε και η πολιτική διάσταση, η έκκληση για «αναζήτηση «κοινών τόπων» δράσης με κριτήριο τις ανάγκες του σήμερα και του αύριο και όχι τις διαφορές ή τις προκαταλήψεις του παρελθόντος»…
----------------------------------
… Αν αυτό ήταν το ξεκίνημα της συνάντησης του ΣΥΡΙΖΑ με το Levy Institute και το ΙΝΕΡΠΟΣΤ στην πρώτη φάση της διημερίδας, η αιχμή της συνάντησης ήταν η συζήτηση – ακριβώς – για την «Παραγωγική Ανασύνταξη», δηλαδή για την αναζήτηση ενός νέου παραγωγικού μοντέλου. Εδώ, το πράγμα έσφιξε! Εισάγοντας την συζήτηση, ο Πρύτανης της ΑΣΟΕΕ Κ. Γάτσιος έκανε λίγο για μια γνήσια παραγωγική αποδιάρθρωση της Ελληνικής οικονομίας, που προέκυψε μετά από την «παρανοϊκή δεκαετία» 2000-2010, που εμείς την βιώναμε ως ανάπτυξη ενώ δεν ήταν παρά μια φούσκα βασισμένη στον (φθηνό) δανεισμό που χρηματοδοτούσε μιαν κατανάλωση εισαγομένων. Για τον Γάτσιο, η σημερινή κρίση «δεν είναι μια κρίση υποκατανάλωσης» (που άρα χρειάζεται βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας), «αλλά μια κρίση προσφοράς». Πώς όμως δημιουργείς πλεόνασμα με την μεταβολή του παραγωγικού πρότυπου υπό συνθήκες υπερφορολόγησης, υψηλών ασφαλιστικών εισφορών και υψηλού ΦΠΑ; (Τουλάχιστον ο τελευταίος πλήττει και τα εισαγόμενα, ενώ οι άλλες επιβαρύνσεις βασικά τα εγχώρια).Πάνω σ’ αυτήν την πραγματικότητα, η πρόταση του Γιάννη Μηλιού, υπεύθυνου οικονομίας του ΣΥΡΙΖΑ, ξεκίνησε με βάση την εκτίμηση ότι «οι πολιτικές διαχείρισης – και ιδίως η πρακτική της εσωτερικής υποτίμησης – παρόξυναν την κρίση» καθώς δεν σχεδιάστηκαν «ως αναζήτηση εξόδου, αλλά προστασίας κάποιων μειοψηφιών». Για τον Μηλιό, θα χρειαστεί «στροφή προς μια μεταβολή παραγωγικού μοντέλου», με βάση αναδιανομή του πλούτου, επαναθεμελίωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, απομόχλευση του τραπεζικού δανεισμού με βάση ρυθμίσεις υπέρ των δανειοληπτών και προώθηση συνεργατικών μορφών επενδυτικής δράσης – όλα αυτά στα πλαίσια μιας διαπραγμάτευσης που (προσδοκάται ότι) θα έχει πανΕυρωπαϊκό πλαίσιο.
Το μακροοικονομικό πλαίσιο μιας τέτοιας διαφορετικής πολιτικής αναζήτησε ο Γιώργος Αργείτης, του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος έθεσε την έμφαση στο ότι το επιδιωκόμενο πρωτογενές πλεόνασμα της οικονομίας θα πρέπει να διαμορφωθεί σ’ ένα επίπεδο που να επιτρέπει/να ενισχύει την παραγωγική αναδιάρθρωση, αντί να στοχεύει την εξυπηρέτηση του εναπομένοντος δανεισμού (οπότε θα λειτουργεί σαν συνεχής αποπληθωριστικός παράγοντας). Για να συμβεί κάτι τέτοιο, προϋπόθεση θα ήταν ο περιορισμός του χρέος σε επίπεδα 80% του ΑΕΠ – με κάποιον τρόπο, που θέτει πάλι το ζήτημα της πολιτικής διαπραγμάτευσης.
Για τον Διονύση Γραβάρη, του Πανεπιστημίου Κρήτης και του ΙΜΕ/ΓΣΕΒΕΕ, η ευθεία αναγνώριση της πολιτικής διάστασης του εγχειρήματος της παραγωγικής ανασυγκρότησης έχει θεμελιώδη σημασία: το γεγονός ότι οι δυο αναπτυξιακοί κύκλοι της μεταπολεμικής οικονομίας (1950-79 και 1995-2007) λειτούργησαν με βάση ολιγαρχικά και πελατειακά συμφέροντα δεν πρέπει να ξεφύγει από την προσοχή όταν επιχειρείται οποιαδήποτε ανάλυση.
Ο Γ.Γ. της Ένωσης Περιφερειών Ελλάδας Απ. Παπατόλιας έδωσε μια περιγραφή των δυνατοτήτων ανάπτυξης με βάση την δυναμική των Περιφερειών, που όμως έχει καταπνιγεί στο ίδιο το ξεκίνημα π.χ. του «Καλλικράτη», από εκείνο που ονόμασε «αντιΑυτοδιοικητικό μνημόνιο».
Σε έντονο φορτισμένο – από τους ίδιους τους αριθμούς – ύφος ήταν η τοποθέτηση του Σάββα Ρομπόλη, Επιστημονικού Διευθυντή του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ, ο οποίος έθεσε ιδιαίτερη έμφαση «στο στοιχείο του χρόνου, που πιεστικά εξαντλείται», καθώς μέσα σε λίγους μήνες, θα βρισκόμαστε σε μια κατάσταση με 30% ανεργία (όταν η κορύφωση την δεκαετία του ΄60, ήταν στο 26,8% που μάλιστα εκτονώθηκε με το μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα), όταν σωρευτικά θα έχουμε 27% πτώση του ΑΕΠ, όταν η εκτίμηση για την μείωση ότι βιοτικού επιπέδου θα ξεπερνά το 50%. Κυριότατα, όμως, πέρα από τους άνω των 1.200.000 ανέργους, από τα κάπου 2.000.000 εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα σχεδόν 1.500.000 είναι είτε μη-τακτικά αμειβόμενοι/απλήρωτοι, είτε σε ανασφαλείς μορφές απασχόλησης, είτε ανασφάλιστοι. Άνω των 170.000 επιχειρήσεων κινδυνεύουν να οδηγηθούν σε αδιέξοδο την χρονιά αυτή: ό,τι δε ακόμη λειτουργεί, φθίνει – δεν δείχνει τάση επανεκκίνησης.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι η όποια παραγωγική ανασυγκρότηση συντελείται υπό ακραία πίεση του χρόνου, ασύντακτα και με αντίστοιχα ακραίο κοινωνικό κόστος.
---------------------------
Την κατάληξη της διημερίδας σφράγισε ουσιαστικά ή διατύπωση της Λούκας Κατσέλη: «Φτάνει πια. Δεν πάει άλλο».Που, μεταφραζόμενη σε κάτι ορθολογικό, ζητούσε μια συστράτευση γύρω από τρεις (πανδύσκολες) έννοιες: να εγκαταλειφθεί η λογική του «αυτά δεν γίνονται στην Ελλάδα», να συνειδητοποιηθεί ότι η πορεία/κάθε πορεία μπροστά απαιτεί σκληρή και συλλογική δουλειά, να ξαναγίνει προσπάθεια – ουσιαστική – νέας διαπραγμάτευσης Μνημονίου-Δανειακής Σύμβασης. Αυτά όλα, απέναντι στην «φοβική, συντηρητική Ευρώπη»…. Τρεις ιδεοληψίες οφείλουν, κατά την Λούκα, να παραμεριστούν: η άποψη περί συρρίκνωσης του Κράτους και του Δημοσίου Τομέα να αντικατασταθεί με αναδιοργάνωση/μεταρρύθμιση – η ανταγωνιστικότητα να θεωρηθεί πως δεν κερδίζεται μέσω εσωτερικής υποτίμησης αλλά μέσω «στοχευμένων, συντονισμένων συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα» - η καταγγελία «των συντεχνιών» να αντικατασταθεί με κοινωνική συναίνεση.
Είχε προηγηθεί μια αιχμηρή τοποθέτηση του James Galbraith , ο οποίος κατήγγειλε την στραβή/wrongheaded και εκδικητική/vindictive στάση των Ευρωπαίων, Τροϊκανών κοκ έναντι της Ελλάδας, συνιστώντας την στοχευμένη απόρριψη (από μέρους των Ελλήνων) κάποιων αιτημάτων της Τρόϊκας, με την λογική ότι «και λίγες νίκες, θα βοηθούσαν στην ανάκτηση του αυτοσεβασμού». Πρακτικά ευχήθηκε την δημιουργία ενός ευρύτερου πολιτικού μετώπου υπέρ των πλέον ανίσχυρων, την επιδίωξη σαφώς νέας κατεύθυνσης και μια ξεκάθαρη τοποθέτηση: «δεν θα προχωρήσουμε έτσι».
Βέβαια, «για τα δικά μας» κεντρικό ήταν το ενδιαφέρον που είχε η τοποθέτηση Τσίπρα, φρεσκογυρισμένου από το προσκύνημα Τσάβες. Η τοποθέτηση αυτή, ουσιαστικά, ολοκλήρωσε την παρέμβαση Δραγασάκη της προηγούμενης μέρας: εξήγησε πώς μια πολιτική συμμαχιών – με άλλα κόμματα, σχηματισμούς, κινήσεις πολιτών , ακόμη και με πρόσωπα μεμονωμένα – αποτελούσε λογική του ΣΥΡΙΖΑ ήδη από τον Ιούνιο του 2011 (ο οποίος, θεωρεί, γι αυτό ανταμείφθηκε στις κάλπες τον Μάϊο/Ιούνιο 2012). Θεωρεί, δηλαδή, ότι «η συμμαχία των μεσοστρωμάτων» στην Ελλάδα του 2010 και μετά «με την αστική τάξη», έρχεται πλέον να αντικατασταθεί με «συμμαχία των μεσοστρωμάτων που πιέζονται με τους μη-προνομιούχους»: αυτό είναι που έρχεται να διεκδικήσει ο ΣΥΡΙΖΑ . (Θύμισε, για να δείξει την λογική των συμμαχιών, ότι και ο Τσάβες την πρώτη του Κυβέρνηση την σχημάτισε με πρόσωπα και από μετριοπαθείς, αλλά και από δεξιά…).
Το παράδοξο, εδώ, που ο ίδιος αναγνωρίζει είναι ότι στην Ελλάδα του 2012 κοινοβουλευτικά δείχνει να υπάρχει αδυναμία σχηματισμού πλειοψηφίας στα αριστερά: αυτό επιχειρείται να ξεπεραστεί με το άνοιγμα προς συμμαχίες. Ο κίνδυνος – κατά Τσίπρα – είναι «μήπως ο ΣΥΡΙΖΑ χάσει την ψυχή του, τον ριζοσπαστισμό του». Και η πρόσκληση που έχει μπροστά του – αναμενόμενο – είναι να τολμήσει, να μην φοβηθεί μπροστά στις ευθύνες της διακυβέρνησης.
Αυτό το τρίπολο της ανάλυσης Τσίπρα: παράδοξο – απειλή – πρόκληση, το συμπύκνωσε ο συντονίζων Σταύρος Λυγερός, θυμίζοντας την «λογική του μουτζούρη». Δηλαδή το ενδεχόμενο το παραδοσιακό μόρφωμα εξουσίας στην σημερινή Ελλάδα να παραδώσει ασμένως τις ευθύνες σ’ έναν σχηματισμό ΣΥΡΙΖΑ ακριβώς στην φάση που «δεν βγαίνει το πράγμα», ώστε μια αποτυχία διακυβέρνησης να επιτρέψει οριστική παλινόρθωση ενός συντηρητικού κυβερνητισμού. (Δηλαδή μια αντεστραμμένη εκδοχή της «σύντομης παρένθεσης» κατά Λαλιώτη, το 2003-4: τότε, όμως αλλιώς πήγαν τα πράγματα…)