«Αναγκαίες οι Αναπτυξιακές και όχι οι Ψευδεπίγραφες Μεταρρυθμίσεις»
Της Καθ. Λούκας Τ. Κατσέλη,Προέδρου της «Κοινωνικής Συμφωνίας»
Η αποτυχία του μνημονιακού προγράμματος της βίαιης λιτότητας έχει συζητηθεί ευρύτατα τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Ακόμα και το ΔΝΤ, στην πρόσφατη Έκθεση Αξιολόγησής του, ομολογεί την αποτυχία του προγράμματος αποδίδοντας την όμως όχι στο περιεχόμενο της ακολουθούμενης πολιτικής αλλά στην υποεκτίμηση της προκληθείσας ύφεσης, στην αδυναμία έγκαιρης αναδιάρθρωσης του χρέους και σε καθυστερήσεις εκ μέρους των Ελληνικών Κυβερνήσεων στην υλοποίηση των «απαραίτητων μεταρρυθμίσεων».
Οι μεταρρυθμίσεις που εχουν ενταχθεί στα Μνημόνια, δηλαδή τα ονομαζόμενα «διαρθρωτικά μέτρα», παρουσιάσθηκαν από την Κυβέρνηση και την Τρόικα ως μονόδρομος για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και την αύξηση των επενδύσεων και των εξαγωγών.
Ουτε η Κυβέρνηση, ούτε η Τρόικα , ούτε το ΔΝΤ όμως αξιολόγησαν τη συμβολή των μέτρων αυτών στην αποτυχία του προγράμματος. Αν το ειχαν κάνει, θα είχαν διαπιστώσει ότι η παρατεταμένη υφεση είναι σε μεγάλο βαθμό απόρροια των δήθεν «μεταρρυθμίσεων», που απέχουν παρασάγγας από τις αναγκαίες αναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις που θα επρεπε να ειχαν προωθηθεί. Γι αυτό άλλωστε οι επενδύσεις ως ποσοστό του εθνικού εισοδήματος έχουν μειωθεί σχεδόν κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες από το 2008 και μετά, η παραγωγικότητα της εργασίας εχει μειωθεί, τα προιόντα της χώρας σε τελικές τιμές έχουν γινει πιο ακριβά στις ξένες αγορές παρά τη δραματική μείωση των μισθών, ενώ η βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι αποτέλεσμα της υφεσης και της μείωσης των εισαγωγών και όχι μιας διατηρήσιμης αυξησης των εξαγωγών.
Ο λόγος είναι απλός: εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, τα μέτρα που αποκαλούνται διαρθρωτικά είναι είτε οριζόντια περιοριστικά δημοσιονομικά μέτρα ή ακόμα χειρότερο πελατειακά μέτρα αναδιανομή προσόδων προς οφελος συγκεκριμένων ιδιωτικών συμφερόντων. Ενδεικτικά αναφέρονται δύο μόνο παραδείγματα των «δηθεν μεταρρυθμίσεων» και οι συνέπειές τους:
Το πρόγραμμα «διοικητικής μεταρρύθμισης» αποτελεί κραυγαλέο παράδειγμα στοχευμένης περιστολής του δημόσιου τομέα, των δημοσίων δαπανών και ιδιωτικοποίησης δημοσίων λειτουργιών, ανεξαρτήτως κόστους/οφέλους, μέσω αυθαίρετης κατάργησης οργανισμών –βλέπε ΕΡΤ-, οριζόντιας περικοπής μισθών, επιλεκτικής υπαγωγής σε διαθεσιμότητα έμπειρων και εξειδικευμένων υπαλλήλων χωρίς ουσιαστική αξιολόγηση παρά τη βούλα του ΑΣΕΠ ή/και αντικατάστασης απολυμένων από προσληφθέντες με χαμηλότερους μισθούς ή με κριτήρια αμφιβόλου διαφάνειας και αξιοπιστίας. Αποτέλεσμα είναι η διάλυση και όχι η αναβάθμιση δημοσίων υπηρεσιών, υψηλότερο κόστος, χαμηλότερη ποιότητα υπηρεσιών για τον πολίτη και αφαίμαξη αγοραστικής δύναμης απο οικονομία.
Η «απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας» εχει οδηγήσει σε αύξηση των τιμών της ενέργειας πάνω από 30% πλήττοντας καταναλωτές, επιχειρήσεις και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Καθώς ολες οι εισροές από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), εισαγωγές και μονάδες παραγωγής αποπληρώνονται με βάση την ακριβότερη τιμή έγχυσης ανα ώρα, οι μεγάλοι ιδιώτες παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας, με τη στήριξη της Κυβέρνησης, εχουν επιδοθεί σ’ έναν ανελέητο αγώνα αύξησης κερδών μέσω τιμολογιακών ανατιμήσεων και αφαίρεσης από τη ΔΕΗ σημαντικής ικανότητας παραγωγής φθηνού ρεύματος, είτε από φθηνούς λιγνίτες είτε από τη διαχείριση υδροηλεκτρικών εργοστασίων.
Η αμοιβή για τα «Αποδεικτικά Διαθεσιμότητας Ισχύος» (ΑΔΙ) στις θερμοηλεκτρικές μονάδες αυξήθηκε από 25,000/MW ευρώ το .2008, στα 45 000/MW ευρώ το 2011 και για τις μονάδες Φυσικού Αερίου στις 90000/MW ευρώ τον περασμένο Ιούλιο. Ετσι ο κάτοχος μιας αργούσας μονάδας ηλεκτροπαραγωγής ΦΑ με ΑΔΙ 400ΜW εισπράττει κάθε χρόνο, ακόμα και αν δεν παράγει, ποσό άνω των 36 εκ ευρώ!
Όσο για τα φωτοβολταϊκά, οι υπερβολικά υψηλές εγγυημένες τιμές –πέντε φορές πάνω απο τις αντίστοιχες της Κύπρου – είχαν ως αποτέλεσμα να εχει καλυφθεί μέχρι σήμερα ο στόχος που ειχε τεθεί για το 2020 και να εχουν διασφαλισθεί στους παραγωγούς επιδοτήσεις υψους σχεδον 1 δις το χρόνο για διάστημα 20 τουλάχιστον ετών. Οι υπερτιμολογήσεις εισαγόμενου εξοπλισμού από εξωχώριες ενδιάμεσες εταιρείες συμπληρώνουν το πάρτυ στο χώρο της ενέργειας στις πλάτες των καταναλωτών και των φορολογουμένων.
Το κόστος των επί μέρους «διαρθρωτικών μέτρων» ξεπερνάσύμφωνα με εκτιμήσεις το 1 δις το χρόνο, ενώ κάθε πολίτης χρεώθηκε την ιλιγγιώδη αναπροσαρμογή του τέλους ΑΠΕ –ΕΤΜΕΑΡ στο λογαριασμό του κατά 6900%, από 0,30 ευρώ ανα ΜW το 2009 σε 20 ευρώ το 2013!!!!
Όλοι συμφωνούμε ότι για να υπάρξει εξοδος από την κρίση , για να επιτευχθεί ο απαραίτητος τεχνολογικός και παραγωγικός μετασχηματισμός της Ελληνικής οικονομίας, για να ξεπεραστούν τα προβλήματα του παρελθόντος απαιτούνται τολμηρές μεταρρυθμίσεις.
Αλλά μεταρρυθμίσεις που θα είναι συμβατές με την παραγωγική αναδιάρθρωση, τη στήριξη παραγωγικών επενδύσεων και τη δημιουργία θέσεων εργασίας και όχι για υπεξαίρεση πόρων προς όφελος είτε των δανειστών είτε μιας μικρής ομάδας επιχειρηματιών.
Αν επιζητούμε σοβαρά επενδύσεις και βιώσιμη ανάπτυξη, προτεραιότητες αποτελούν:
- η φορολογική μεταρρύθμιση για καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και διεύρυνση της φορολογικής βάσης με υιοθέτηση ενος σταθερού φορολογικού συστήματος για μια δεκαετία,
- το άνοιγμα των ολιγοπωλιακών αγορών και η καταπολέμηση των ολιγοπωλιακών πρακτικών και της αδιαφανούς τιμολόγησης,
- η αποτελεσματική εποπτεία και αναδιάρθρωση του τραπεζικού κλάδου προς όφελος της πραγματικής οικονομίας και του δημοσίου συμφέροντος,
- η απλούστευση των διαδικασιών αδειοδότησης και λειτουργίας επιχειρήσεων,
- η αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης με κριτήρια αποτελεσματικότητας, διαφάνειας και λογοδοσίας,
- η προώθηση σοβαρών μεταρρυθμίσεων στον τομέα της δικαιοσύνης,
- η αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος με προστασία του δημόσιου χαρακτήρα του,
- η προώθηση σημαντικών αλλαγών στην παροχή υπηρεσιών υγείας και κοινωνικής πρόνοιας για την αναστήλωση ενός αποτελεσματικού κοινωνικού κράτους.
Γιατί άραγε αυτές οι μεταρρυθμίσεις δεν αποτελούν προτεραιότητες της Τρόικας και της Κυβέρνησης;
Διότι τα λεγόμενα «διαρθρωτικά μέτρα» της Τροικας και της Κυβέρνησης εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα που καλύπτονται από τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία και όχι την εξοδο από την κρίση με βιώσιμη ανάπτυξη και κοινωνική προστασία .