Σε μια περίοδο που το εισόδημα και η αγοραστική δύναμη της μέσης ελληνικής οικογένειας έχουν καταβαραθρωθεί, το νέο φορολογικό νομοσχέδιο φορτώνει με νέα βάρη μισθωτούς, συνταξιούχους και ελεύθερους επαγγελματίες.
Η φορολόγηση εισοδημάτων γίνεται λιγότερο προοδευτική και επομένως περισσότερο άδικη, καθώς τα νέα φορολογικά κλιμάκια και συντελεστές μειώνονται σε τρεις (22% για τα πρώτα 25.000 ευρώ, 32% για 25.001 έως 42.000 και 42% για τα επιπλέον ποσά άνω των 42.000 ευρώ)
Καταργούνται φορολογικές εκπτώσεις και απαλλαγές για βασικές δαπάνες της ελληνικής οικογένειας, όπως η πληρωμή ενοικίου, τα έξοδα φροντιστηρίων, οι τόκοι στεγαστικού δανείου πρώτης κατοικίας, ακόμα και οι εκπτώσεις για τα ανήλικα τέκνα, με αποτέλεσμα χιλιάδες νοικοκυριά να κληθούν να πληρώσουν αυξημένους φόρους.
Στοχοποιούνται οι επιχειρήσεις που λόγω της κρίσης έχουν καταφύγει σε υψηλό δανεισμό, δηλαδή υπό τις σημερινές οικονομικές συνθήκες η πλειοψηφία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων της χώρας μας, στο βαθμό που δεν αναγνωρίζονται ως εκπιπτόμενες δαπάνες η πληρωμή τόκων δανείων, όταν οι τόκοι υπερβαίνουν το 10% των κερδών προ φόρων και τόκων. Την ίδια στιγμή, ο συντελεστής φορολόγησης των μερισμάτων, δηλαδή των κερδών που διανέμονται στους μετόχους και δεν επανεπενδύονται, μειώνεται στο 10%, από 25% που ίσχυε.
Ακόμα και το μέτρο των αποδείξεων, που είχε δημιουργήσει μία στοιχειώδη κουλτούρα φορολογικής συνείδησης, καταργήθηκε, για να επανέλθει στη συνέχεια με αδιευκρίνιστο τρόπο, αποδεικνύοντας προχειρότητα και ανεπάρκεια στον σχεδιασμό του ΥΠΟΙΚ.
Το πολυνομοσχέδιο, αντί να είναι μία τομή στη φορολογική μεταρρύθμιση, έχει αποκλειστικά και μόνο εισπρακτικό χαρακτήρα. Αποδεικνύει ότι επιλογή της δικομματικής κυβέρνησης είναι να εισπράξει ακόμα περισσότερα από φορολογούμενους που έχει ήδη αφαιμάξει και αδυνατούν να πληρώσουν.
Αποδεικνύει ότι επιλογή της δικομματικής κυβέρνησης είναι για άλλη μια φορά να παράσχει «φορολογική ασυλία» σε όσους συστηματικά φοροδιαφεύγουν και δεν έχουν πληρώσει όλα αυτά τα χρόνια το βάρος που πραγματικά τους αναλογεί.